- ἐπικεκρυμμένως
- ἐπικεκρυμμένωςmystcriouslyindeclform (adverb)ἐπικρύπτωthrow aperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικεκρυμμένως — ἐπικεκρυμμένως (Α) επίρρ. 1. κρυφά, μυστικά, μυσταγωγικά 2. συγκεκαλυμμένα, υπαινικτικά … Dictionary of Greek